Σηκώθηκε, τίναξε κάτι χρόνια από τη μπλούζα του -υπολείμματα μιας νεανικής βουλιμίας- κατέβασε τις αναμνήσεις του από το χώρο αποσκευών, "Χάρηκα πολύ!" είπε στους συνταξιδιώτες του και κίνησε να κατέβει. Το τρένο σταμάτησε, αυτός κοίταξε πίσω, "Ευχαριστώ!" ξαναφώναξε και χάθηκε μέσα στο φως της πόρτας αποβίβασης.
Φαντάροι στην αποβάθρα καπνίζουν τον ήλιο αχτίδα-αχτίδα μπας και μαστουρώσουν ουρανό. Σβήνουν την γόπα στην φτέρνα, σηκώνουν ένα σακίδιο περιορισμούς, πίνουν μια γουλιά νερό της λησμονιάς και κινούνται νωχελικά προς τα βαγόνια. Έξω από τα κάγκελα, κάτι παιδιά τρέχουν πάνω-κάτω γελώντας ασυναίσθητα με τον κόσμο.
Η ζωή μας είναι ένα τετράδιο γεμάτο διαγραφές και κυνικές διορθώσεις πάνω στους ανορθόγραφους ρομαντισμούς μας. Κάθε άνθρωπος και μια λέξη, κάθε σταθμός και μια σελίδα. Σ' αυτή την εποχή των αλλαγών, όλα τρέχουν να διαγράψουν τον εαυτό τους, να τον διορθώσουν με κάποιον καλύτερο. Άνθρωποι που βασανίζονται κοιτάζοντας αόριστα κάποια απροσπέλαστη Ιθάκη. Ατέλειωτα βλέμματα προσώπων που δείχνουν ξαφνικά να μεγαλώνουν. Τους ακούμε, μιλάνε μονάχοι, αναπαράγοντας ξανά και ξανά νεκρές συνομιλίες που κατάντησαν πλέον να μην έχουν σημασία.
Μες το στενό δωμάτιο του μυαλού, όλοι διανύσαμε μιαν αιωνιότητα. Ό,τι ζήσαμε, το ζήσαμε εκεί, παραταγμένο σαν τους αγαπημένους στο λιμάνι όταν χαιρετάνε, δρασκελώντας με τις μύτες ως την άκρη της ακροθαλασσιάς ίσα-ίσα για να μη βραχούν. Όλα ζουν εκεί, στοιβαγμένα στην άκρη της προσωπικής μας προκυμαίας, με το κύμα την προέκταση ενός χεριού μας μόνιμα προτεταμένου, να τους χαϊδεύει απαλά την πλάτη. Κι όλο και στοιβάζονται, οι αναμνήσεις όλο και πληθαίνουν, μέχρις ότου έγινε η προσμονή μας τοίχος απροσπέλαστος. Μέχρις ότου να μην μπορούμε, γυρνώντας, πουθενά ν' αποβιβαστούμε.
Κατευθύνεται προς το παγκάκι. Κάθεται, ανάβει ένα τσιγάρο και χαμογελάει ευγενικά στον φαντάρο δίπλα του.
- "Από πού είσαι;" τον ρωτάει αυτός.
- "Από ένα λιμάνι".
- "Κοίτα τον, κάνει και πλάκα. Τέλος πάντων, που πας τώρα;"
- "Εδώ."
- "Που;"
- "Εδώ. Έμεινα εδώ."
Γ.Σ.