Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Η ζωή που διακόψαμε, του Γιώργου Χ. Στεργιόπουλου


Τρίτη 4 Μαρτίου. Ένας φίλος ηθοποιός, μου μιλά για την καινούργια παράσταση που ανεβάζουν στο θέατρο Στοά το ερχόμενο Σάββατο, για δύο παραστάσεις. «Ρε συ, ειλικρινά, θα έρθω οπωσδήποτε αυτή την φορά», του λέω. «Δεν με νοιάζει, θα βρω χρόνο». Τρίτη, 4 Μαρτίου, τότε.
Σήμερα, Σάββατο 15 Μαρτίου, ξαναμιλάμε. «Να σου στείλω ένα άρθρο που έγραψαν για την παράστασή μας;» μου λέει στο τηλέφωνο και συνειδητοποιώ ότι όχι απλά ξέχασα – ξανά – την παράστασή του μα, ακόμα χειρότερα, πως δεν θυμάμαι τίποτα από τις τελευταίες 10 ημέρες της ζωής μου, πέραν από θέματα στην δουλειά και κάποιες σκόρπιες εικόνες εδώ κι εκεί, λες και μου έπεσε το φωτογραφικό άλμπουμ της εβδομάδας και 2-3 φωτογραφίες χύθηκαν στο πάτωμα. Και να θυμόμουν την παράσταση του Γιώργου, δεν θα προλάβαινα.
Εκείνη η παράσταση, μια ακόμα παράσταση που δεν είδα. Εκείνο το Σάββατο, μια ακόμη ημέρα που δεν έζησα –τουλάχιστον όχι όπως θα ‘θελα. Κι όχι μόνο. Τα τελευταία χρόνια, κάθε τηλεφώνημα σε φίλους, είναι πια το ίδιο τηλεφώνημα. Μια επικοινωνία που διέκοψα γρήγορα, μια συνομιλία που “έμεινε στα χαρτιά”, πριν πούμε κάτι ουσιώδες. «Καλά ρε συ, εδώ, δουλειά».
Δεν με νοιάζει τι κάνεις, με νοιάζει ποιος είσαι. Τι είσαι. Δεν θέλω να ξέρω τι έγινε στην δουλειά, θέλω να ξέρω τι σκέφτεσαι. Αν πιστεύεις στους ίδιους θεούς που πίστευες τότε που είχαμε χρόνο (που είχαμε ζωή), αν ακούς την ίδια μουσική και ανατριχιάζεις, αν φοβάσαι κι αν αγαπάς το ίδιο ως σε θυμάμαι.
Κοιτάζω ανθρώπους που αγαπώ και συνειδητοποιώ πως αγαπώ περισσότερο το παρελθόν τους, παρά τον ίδιο τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο αυτόν, τον ξέρω πια ελάχιστα: Δουλεύει συνέχεια, ασχολείται μόνο με την δουλειά, έχει σπίτι, οικογένεια, έγνοιες. Μας κοιτάζω και νιώθω κάτι πολύ λάθος στις όμορφα στρωμένες ζωές μας, λες κι έχουμε στρώσει υπέροχο χαλί πάνω από ένα σάπιο πάτωμα που είναι έτοιμο να σπάσει.
Η ίδια η δομή της σημερινής κοινωνίας, η ίδια η κρίση, δεν επιτρέπει κάτι διαφορετικό. Οι φίλοι κι οι γνωστοί – οι περαστικοί στον δρόμο – άνθρωποι που δεν θα ξαναγνωρίσουμε. Τα ηλιοβασιλέματα που θα θέλαμε να είχαμε δει, οι παραλίες που θα θέλαμε να είχαμε περπατήσει, το πρωινά που θα θέλαμε να έχουμε κοιμηθεί και να ξυπνήσουμε δίπλα στον άνθρωπό μας ξέγνοιαστοι, η ζωή που φτιαχτήκαμε να ζήσουμε, όλα σε παύση. Να πετύχουμε, να επιβιώσουμε. Κι εμείς, πλέον, μόνο σκιές ενός νεότερου εαυτού μας.
Κοιτάζω από το παράθυρο τον ήλιο να χάνεται πίσω από τις πολυκατοικίες της Αθήνας. Διάσπαρτα φώτα ανάβουν στα γραφεία. Στο μυαλό μου έρχονται στίχοι του Λειβαδίτη:
Όλα τόσο μακρινά σαν να συνέβησαν σ’ έναν άλλον… κι οι άλλοι, φτιάχνουν από εμάς ένα πρόσωπο για δική τους χρήση.. χωρίς να ξέρουν πόσο λίγο βρίσκεται κανείς μες στην ζωή του.
… κι αν συνεχίζω να ζω, είναι γιατί δεν θέλω να λησμονήσω.
[Πρώτη δημοσίευση: Μαρ 17,2014, flust.gr : 
http://www.flust.gr/η-ζωή-που-διακόψαμε-του-γιώργου-χ-στερ/ ]