Ένα κείμενο για την ποίηση του Μάρκου Μέσκου, όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Εμβόλιμον", τεύχος 67:
Ο ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ ΚΑΙ Η ΛΑΘΟΣ ΑΓΑΠΗ
Υπάρχουν
δύο είδη αγάπης: Η “σωστή αγάπη” είναι ένα μικρό παρακλάδι της στωικότητας, μια
συνειδητοποιημένη ευτυχία, μακρινή εξαδέλφη της ματαιότητας, η οποία θρέφεται
από το παράλογο τούτης της ύπαρξης για ν’ αποχαιρετά κάθε μέρα με ανιδιοτέλεια,
ευγνώμων το στιγμών που έζησε.
Η “λάθος αγάπη”, δεσμεύει το αντικείμενο της αγάπης της στην μορφή του παρόντος δίχως να θέλει αυτό ν’ αλλάξει. Δεν δέχεται κανενός είδους εξέλιξη, μέσα σ’ ένα κόσμο που διαρκώς αναπλάθεται. Αυτή η αγάπη είναι ένα συναίσθημα δέσμιο στον εαυτό του, καταδικασμένο στην μοναξιά που αυτό δημιουργεί κι επιβάλλει. Ίσως γι αυτό οι ποιητές είναι εκ γενετής καταραμένοι: Προσπαθούν να συλλάβουν ένα κόσμο που δεν υπάρχει, παρά μόνον στο μυαλό τους.
Η “λάθος αγάπη”, δεσμεύει το αντικείμενο της αγάπης της στην μορφή του παρόντος δίχως να θέλει αυτό ν’ αλλάξει. Δεν δέχεται κανενός είδους εξέλιξη, μέσα σ’ ένα κόσμο που διαρκώς αναπλάθεται. Αυτή η αγάπη είναι ένα συναίσθημα δέσμιο στον εαυτό του, καταδικασμένο στην μοναξιά που αυτό δημιουργεί κι επιβάλλει. Ίσως γι αυτό οι ποιητές είναι εκ γενετής καταραμένοι: Προσπαθούν να συλλάβουν ένα κόσμο που δεν υπάρχει, παρά μόνον στο μυαλό τους.
Ο
Μέσκος, ως γνήσιος εικονοπλαστικός ποιητής, δεν ζει στο παρόν. Ζει μέσα σε μια ατέρμονη ανάπλαση του
παρελθόντος από τα συναισθήματα. Η “λάθος αγάπη” του σκοτώνει σε κάθε στίχο του
όλα αυτά που έζησε κι όλα εκείνα που βίωσε μέσα στο όνειρο. Σαν μια σύγχρονη Μήδεια,
είναι αναγκασμένος να βιώνει συνεχώς την γέννα του παρελθόντος μέσα από
συνεχείς εικόνες κι αναμνήσεις, και ύστερα να σκοτώνει τα παιδιά του σε μια
κίνηση απελπισίας.
Ο
λόγος του αποτελεί μια συνεχή ροή η οποία, δίχως πολλά σημεία στίξης,
κλιμακώνει την ένταση των στίχων οδηγώντας τον αναγνώστη στην κορύφωση του
ποιήματος --στην κάθαρση. Ένας λόγος που βρίθει από συνεχείς μεταφορές και επίπονες
αναμνήσεις ενώ, ταυτόχρονα, είναι λιτός και συμπυκνωμένος χάρη στην αφθονία ουσιαστικών
και στην λεπτομερή απόδοση των συναισθηματικών αποχρώσεων.
“Σήμερα
ίσως γιόρταζα τα γενέθλια
Για
τα είκοσι τρία σκοτωμένα παλικάρια μου.
Και
καθώς σήκωνα το ποτήρι [..]
ανασήκωνα
ένα ένα τα κορμιά από τα
είκοσι
τρία σκοτωμένα μου παλικάρια
μπήγοντας
λουλούδια στα λευκά πουκάμισά του
και
φιλώντας τα στο στόμα…”
(Γενέθλια,
Πριν από τον θάνατο)
Παραφράζοντας
τους στίχους του ιδίου στο ποίημα «Φαντάρος του Καταρράχτη», σε κάθε ποίημά του
ο Μέσκος πρέπει να κατέβει στα πόδια της
μνήμης, να πλένει τις ματωμένες του μνήμες, τα σκονισμένα πρόσωπα να πλένει.
Ζει μες στον στρατιώτη που πέθανε κι έγινε δέντρο και ποτάμι και λιβάδι, μέσα
στον ζωγράφο που μάτωσε για το έργο του, μέσα σε μια ζωή που δεν συνέβη:
Α!
ζωή, ένα ξένο καπέλο φορεμένο βιαστικά
Μέσα
στον πανικό του βομβαρδισμού
(Τ.
Λειβαδίτης, Εγχειρίδιο Ευθανασίας).
Κι
είναι τόσο λίγες οι αναμνήσεις που να μην είναι επίπονες. Ωστόσο, ο Μέσκος δεν
διστάζει ν’ αρπάζει ζωηρά το συναίσθημα και να πλάθει τον ίδιο του τον εαυτό
μέσα στο ποίημα. Στο «Πριν τον θάνατο», ως ένας άλλος ζωγράφος, δανείζεται το
ίδιο του το αίμα για να ολοκληρώσει τον ημιτελή πόνο του φαντάρου:
“Λέω
ν’ ανοίξω μια πληγή στο γόνατό μου
Να
βάλω αίμα στην πληγή του στρατιώτη - -
Να
με πιστέψετε!...”
(Αμηχανία
Ζωγράφου, Πριν από τον θάνατο)
Χρωματίζει
τις μνήμες του με τον θάνατο, συμφιλιώνεται μαζί του και υμνεί την αδυναμία που
έχει το παρόν πάνω σ’ αυτά που έγιναν και πέρασαν. Και, μ’ αυτόν τον τρόπο,
γίνεται ελεύθερος. «Ο ποιητής απολαμβάνει αυτό το ασύγκριτο προνόμιο, να μπορεί
κατά το κέφι του να ‘ναι ο εαυτός του και ο άλλος. [..] Μπαίνει, όταν θέλει,
μέσα στην προσωπικότητα του καθενός. Γι αυτόν μόνο, όλα είναι προσιτά» (Charles Baudelaire, «Τα Πλήθη», Πεζά
Ποιήματα). Κι είναι τόσο όμορφη κι ελεύθερη αυτή η ζωή του Μέσκου που δεν είναι
η δική του. Σαν γνήσιος ποιητής, είναι ελεύθερος από την ανημποριά του,
ελεύθερος από το παρόν το ίδιο.
Η
νοσταλγία είναι πολύ σημαντική. Υπενθυμίζει πως, ό,τι ζούμε, δεν είναι τόσο έντονο.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι μια άμυνα απέναντι στο παρόν και την επιρροή
του. Ο Charles
Baudelaire
λέει «Είναι η ώρα να μεθύσετε! Για να μην είσαστε βασανισμένοι σκλάβοι του
Χρόνου, μεθύστε, μεθύστε χωρίς διακοπή! Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως
σας αρέσει». Ο Μέσκος κάνει κάτι παραπάνω: Μεθά τον Χρόνο του με τον κόσμο
ολόκληρο, ένα ποίημα την φορά.
Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
[Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό "Εμβόλιμον", τχ. 67, Χειμώνας 2012-Άνοιξη 2013]