Αποτελεί κοινό τόπο το γεγονός ότι,
κατ’ αντιστοιχία με τους μοιραίους έρωτες, στη λογοτεχνία αγαπούμε
περισσότερο τα έργα εκείνα που μας αντιστέκονται, που δεν παραδίδονται
εύκολα και διαμιάς στις επίμονες πολιορκίες μας, αλλά μας παιδεύουν με
τη διπλή σημασία της λέξης: ότι προκαλούν τις αναγνωστικές μας
προσδοκίες και αντοχές και συνάμα επιχειρούν με ευθείς ή πλάγιους
τρόπους να τις μεταβάλουν, φιλοδοξώντας βέβαια – αυτό όμως σπανιότατα το
καταφέρνουν – ν’ αλλάξουν ευρύτερα και τον ορίζοντα της κατανόησής μας.
[...]
Είναι προφανές ότι
μιλώντας σήμερα για το βιβλίο του Γιώργου Στεργιόπουλου θα μιλήσω
περισσότερο για τα δύο σημεία που μου αντιστέκεται η ποίησή του, που
διαμαρτύρεται μέσα μου, που είναι συνάμα και τα σημεία εκείνα που
καθιστούν ενδιαφέρουσα τη φωνή του.
Και θα ξεκινήσω
πρώτα απ’ όλα από τον τίτλο, υπενθυμίζοντας ότι ο Στεργιόπουλος μας είχε
ξαφνιάσει και με την τιτλοφόρηση του προηγούμενου βιβλίου του Η
διάβολος: Τι σημαίνει αυτό το Κατά Χρόνον Ευαγγέλιο; Αναφέρεται στη
γραμματολογική έννοια του ευαγγελίου ως κειμενικής κατάθεσης, στην οποία
ένας πέμπτος ή απόκρυφος ευαγγελιστής ονόματι Χρόνος, κατά το
παράδειγμα του Ματθαίου ή του Λουκά, καταγράφει ως αυτόπτης μάρτυρας τι
πραγματικά συνέβη τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ή μήπως έχουμε πράγματι να κάνουμε με
μια καλή αγγελία; Και πώς μπορούμε να εμπιστευόμαστε την ειλικρίνεια της
μαρτυρίας του Χρόνου όταν όλα τελούνται μέσα του, δηλαδή είναι στην
πραγματικότητα συνεργός και θύτης σε κάθετι που συμβαίνει; Πώς δηλαδή ο
Χρόνος που μας ευτελίζει σωματικά και πνευματικά και μας οδηγεί
λίγο-λίγο προς τα γηρατειά και τον θάνατο μπορεί ν’ αποτελεί μια καλή
είδηση; Το ερώτημα είναι απολύτως
δικαιολογημένο αφού καθώς φαίνεται τη θέση μου αυτή τη συμμερίζεται και ο
ίδιος ο ποιητής όταν γράφει λ.χ. «κάθε τάφος κι ένα βήμα που σωριάστηκε
μπρούμητα» ή «Μονάχα ο πόνος κάνει τον χρόνο κτήμα του». Νομίζω πως εδώ
μπορούμε να δώσουμε δύο απάντήσεις για το ερώτημα που θέτει ο τίτλος
του βιβλίου: η μία, η πιο προφανής, δίνεται από το τελευταίο καταλογάδην
κείμενο – ή μήπως ποίημα; – (θα επανέλθω στο θέμα αυτό) που φέρει τον
τίτλο «Αχίλλειος μνήμη». Παραθέτω: «Χρόνο με τον χρόνο ερημώνουμε. Στην
ερημιά ωριμάζει ο άνθρωπος, στο κρύο και στην εγκατάλειψη, με γεύση που
κουβαλά κάτι από τις στάχτες των αιώνων. Ώσπου γινόμαστε, βαθιά μες στα
γεράματα, άνθρωποι κυρτωμένοι μα ακλόνητοι. Κατακόρυφη αξιοπρέπεια υπό
μορφήν καμπύλης –από πού να κρατηθείς, όταν ακόμα κι η γεωμετρία
υποτάσσεται στον χρόνο.» Έτσι κάπως ηττάται ο ημίθεος μέσα μας και
γίνεται παράδοση της (ποιητικής) σκυτάλης στις επόμενες γενιές (αυτό
είναι το «νόημα» του ποιήματος) – άρα η συμφιλίωση με τον χρόνο μπορεί
να είναι εν μέρει και μια καλή αγγελία. Προσωπικά, όταν διάβασα την
πρώτη φράση από το εναρκτήριο κείμενο του βιβλίου («Το αστέρι»), «Από
μικρός γύριζα αργά στο σπίτι», μου ήρθε κατευθείαν στο μυαλό η
εμβληματική αρχή του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ, «Από καιρό
συνήθιζα να πλαγιάζω νωρίς», του βιβλίου που κατεξοχήν παλεύει για μια,
αφηγηματική έστω, συμφιλίωση με τον χρόνο.
[Ολόκληρο το άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ: [Περιοδικό Φρεαρ - Κριτική] ]