Ψαχουλεύοντας μιαν απάντηση στο
«Γιατί η ποίηση», η σκέψη έρχεται αναγκαστικά αντιμέτωπη με την έννοια της
ανάγκης. Της ανάγκης του ανθρώπου να εκφράσει την ίδια την αντίληψή του,
διαμέσω των συναισθημάτων, πίσω στον κόσμο, χρησιμοποιώντας την τέχνη ως δίαυλο
έκφρασης: «Γιατί πεινάμε, γιατί νυστάζουμε, γιατί ερωτευόμαστε; Κατ’ επέκταση, γιατί
η ποίηση;».
Η ποίηση αποτελεί μέσο. Η δημιουργία τέχνης, η δημιουργία ποίησης αποτελεί εκτόνωση, γι αυτό κι επικαλύπτει όλες τις πτυχές της ζωής του ανθρώπου: Κοινωνικές, συναισθηματικές, υπαρξιακές. Η Ποίηση --και η τέχνη γενικότερα-- αποτελεί ανάγκη του ανθρώπου η οποία υφίσταται από αρχαιοτάτων χρόνων, δεν υπάγεται σε κοινωνίες, καταστάσεις ή γεγονότα αλλά, αντίθετα, αναπαριστά κι εκφράζει όλα τα ανωτέρω μέσω της υποκειμενικότητας του παρατηρητή. Έτσι, τα λάβαρα της ποίησης τα κρατήσανε άνθρωποι σαν τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Edgar Allan Poe, τον Elliot, τον Kobayashi και τόσες άλλες ετερόκλητες ψυχές που, ωστόσο, περιγράφουν κι εξυψώνουν την ίδια ανθρώπινη φυλή από διαφορετική οπτική γωνία. Θα μπορούσε να πει κανείς πως πρόκειται για την υλοποίηση του ψυχισμού του ανθρώπου, έχοντας ως μέσο μεταφοράς την τεχνική της εκάστοτε τέχνης, είτε αυτή είναι ποίηση, είτε ζωγραφική, είτε χορός κτλ.
«Ένας μουσικός πρέπει να γράψει μουσική, ένας ζωγράφος πρέπει να
ζωγραφίσει, ένας ποιητής πρέπει να γράψει, αν θέλει ποτέ να έρθει σε ισορροπία
μέσα του.» (Abraham
Maslow).
Συγκεκριμενοποιώντας το «Γιατί»
πάνω στην ποίηση κι όχι στην τέχνη ως σύνολο, θαρρώ πως η λέξη «ποίηση» θα
μπορούσε κάλλιστα ν’ αποτελεί, εννοιολογικά, ένα επίθετο της ελληνικής γλώσσας
κι όχι ένα ουσιαστικό, ν’ αναγνωρίζουμε δηλαδή την ποίηση στα αντικείμενα, όπως
λέμε εκείνο είναι όμορφο, ή το άλλο είναι μικρό, ή εκείνο είναι λαμπερό. Με τον
ίδιο τρόπο να λέμε: «Ετούτο είναι ποίηση». Κατ’ εμέ, η ποίηση, ως έννοια, είναι
ένα χαρακτηριστικό που προσάπτεται του αντικειμένου, προσδιορίζοντας
χαρακτηριστικά κάλλους, συναισθήματος και πληρότητας στον κόσμο γύρω μας.
Όσων
αφορά την τεχνική μέσα στην ποίηση, την ποίηση δηλαδή ως λογοτεχνία, ο C.
Baudelaire έγραψε κάποτε πως «το ωραίο
αποτελείται από ένα στοιχείο αιώνιο, αμετάβλητο, και από ένα στοιχείο
περιστασιακό, η εποχή, η μόδα, η ηθική. Χωρίς το δεύτερο το πρώτο θα ήταν
δύσπεπτο». Η μεταμόρφωση της τεχνικής με την οποία γράφεται και διατυπώνεται
η ποίηση, τα χαρακτηριστικά της οποίας τα προσδίδει η κοινωνία μέσα στην οποία ο
ποιητής υλοποιεί το αιώνιο, αυτή η μεταμόρφωση είναι απλώς η ίδια η Ζωή της
Ποίησης. Όπως γράφει ο κ. Γιάννης Ιωαννίδης, συνθέτης, καθηγητής και μουσικολόγος:
«Η τέχνη είναι ένα επίτευγμα. Η έννοια της ικανότητας εμπεριέχει τόσο τη γνώση
και την δεξιότητα –δηλαδή την τεχνική-- όσο και την δύναμη της φαντασίας, την
επινοητικότητα. Ο βαθμός τελειότητας του επιτεύγματος --του ποιήματος στην προκειμένη-- είναι
ανάλογος προς τον βαθμό ταύτισης της πρόθεσης του συγγραφέα με το αποτέλεσμα
στους αναγνώστες» (Γ. Ιωαννίδης, Για την Τέχνη, Μουσική Εταιρεία Αθηνών).
Ίσως
όλη η ανωτέρω ανάλυση να είναι ανούσια. Ίσως, τελικά, η ποίηση να ‘ναι ένα
φαινόμενο όπως ένα αστέρι, ένας άνθρωπος ή μια έκλειψη και, ως τέτοια, αλλάζει
στο πέρασμα του χρόνου, εξελίσσεται, μεταμορφώνεται. Όποτε χάνομαι μέσα στον
λαβύρινθο της τεχνικής, της τέχνης και της φιλοσοφίας, όταν το «γιατί» της
ποίησης διακλαδώνεται σε τόσα αμέτρητα μονοπάτια που μου είναι αδύνατον να
επιλέξω κάποιο ή να περπατήσω ένα μέχρι το τέλος, τότε καταφεύγω σε μια ρήση
του Τσέζαρε Παβέζε. Ο Παβέζε απήντησε στο «γιατί» της ποίησης με μία μόνο
πρόταση η οποία, μέσα της, χωράει τον άνθρωπο ολόκληρο: «Η ποίηση αρχίζει όταν
κάποιος χαζός πει ότι η θάλασσα σήμερα είναι λάδι».
Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
[Το κείμενο διαβάστηκε στην ομιλία "Γιατί η ποίηση", Νοσότρος, 08/01/2013]