Η λογοτεχνία, όπως όλες
οι τέχνες, θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι ένα είδος ζωντανού οργανισμού. Φέρει
χαρακτηριστικά όπως η εξέλιξη, η μεταμόρφωση, η αλλαγή.
Ούσα προιόν της
συνείδησης του ανθρώπου και -κατ' επέκταση- της κοινωνίας που αυτός
διαμορφώνει, βιώνει και εξελίσσει, η λογοτεχνία βαφτίστηκε πολλάκις στην πάροδο
του χρόνου: Ιμπρεσιονισμός, Κλασικισμός, Συμβολισμός, Νατουραλισμός,
Διαφωτισμός και πολλά άλλα ονόματα, που καθορίζονται, κάθε φορά, από τις τάσεις
και προεκτάσεις της κοινωνίας η οποία, με την σειρά της, διαμορφώνει και
διαμορφώνεται από τα άτομα που εκφράζουν τις ανησυχίες τους, τις σκέψεις και
τις ανάγκες που βιώνουν. Εστιάζοντας στην σημερινή πραγματικότητα, η έννοια του
μεταμοντερνισμού, συχνά χαρακτηρίζεται ως το επόμενο "σκαλί" στην
εξελικτική πορεία της τέχνης και -κατ’ επέκταση- της λογοτεχνίας, παραγωγικά λοιπόν
και της ποίησης.
Σ' ένα άρθρο του για
τον μεταμοντερνισμό, ο Δ. Μαρουδής παραθέτει την εξής σκέψη του Λιοτάρ: «Η εποχή των νεότερων χρόνων δεν σήμανε την
"έξοδο του ανθρώπου από την ανωριμότητά του", όπως διέβλεπε ο Καντ,
αλλά "το βύθισμά του σε μια νέου τύπου βαρβαρότητα", όπως
ισχυρίζονται οι Χόρκχαϊμερ και Αντόρνο. H μεταμοντέρνα κατάσταση θεωρήθηκε ότι
προήλθε από την έκρηξη της μοντέρνας κατάστασης, κατά την οποία ο Λόγος και το
υποκείμενο ως τοποτηρητές της ενότητας του όλου, θρυμματίστηκαν» (Ζαν -
Φρανσουά Λιοτάρ, Η μεταμοντέρνα κατάσταση, εκδόσεις Γνώση, Εισαγωγή σ. 10 και
13). Αλλού, απαντώντας σε μια ερώτηση για την μεταμοντέρνα εποχή, ο Χ.
Κρεμνιώτης αναφέρει πως: «Ο άνθρωπος έχει
πληγωθεί από τις δοκιμασίες τις οποίες επέβαλλε χάρη της ελευθερίας του στον
εαυτόν του».
Η σύγχρονη τέχνη
δηλητηριάζεται από την ασάφεια της υποκειμενικότητας. Παρόλο που η
υποκειμενικότητα ξεκίνησε ως επανάσταση απέναντι στον συντηρητισμό, ως μια
"ελευθερία της σκέψης" κι ως ένας καθεστωτικός απεγκλωβισμός των
δομών του παρελθόντος, στο πέρασμα του χρόνου η υπόσταση αυτή στρεβλώθηκε, η
ηθική αξία της υποκειμενικότητας μεταλλάχθηκε από ελευθερία του λόγου και της
σκέψης σε λάβαρο της μετριότητας. Αίφνης, η υποκειμενικότητα κατέστη η κύρια
δικαιολογία-σπόρος της ασυδοσίας, μέσω της οποίας κάθε διασκεδαστής-δημιουργός
δίχως ίχνος μόχθου στο έργο του προβάλλεται ισάξιος διαχρονικών και κλασσικών
καλλιτεχνών επειδή «όλα είναι τέχνη» και «αφού ο άνθρωπος εκφράζεται, τότε αυτό
είναι τέχνη».
Ενδογαμία μιας
μετριότητας η οποία χρησιμοποιεί τον εαυτό της για να αυτό-εξυψώνεται και να
δικαιολογεί την έλλειψη επιμονής και υπομονής της κατά την δημιουργία. Ένας εξοστρακισμός
της παίδευσης και του μόχθου, των πιο αναγκαίων, δηλαδή, στοιχείων προκειμένου
να μετουσιώνεται η φόρτιση σε τέχνη και να κοινωνείται πίσω στον κόσμο. Όλα
στον βωμό της διευκόλυνσης, της αναίμακτης επιτυχίας. Θα ‘λεγε κανείς πως ο
μεταμοντέρνος άνθρωπος επιδιώκει να μεταβεί από την προσωπική του Κόλαση στον
προσωπικό του Παράδεισο δίχως να περάσει την επώδυνη διαδικασία της Κάθαρσης.
Επουδενί η ανωτέρα
δήλωση δεν πρέπει να παρανοηθεί ως μια ισοπέδωση της (μετα)μοντέρνας τέχνης στο
σύνολό της. Αμέτρητες εκφάνσεις-εκφράσεις της σύγχρονης τέχνης, από τη σύγχρονη
ζωγραφική και τη λογοτεχνία μέχρι εκφάνσεις της σύγχρονης λαϊκής μουσικής,
κρύβουν εξαιρετικά δείγματα δημιουργικότητας, στοχαστικότητας και διαχρονικότητας.
Το πρόβλημα εστιάζεται στην περιρρέουσα υπερπληθώρα μετριότητας που περιτριγυρίζει
αυτές τις εξαιρέσεις. Η σύγχρονη
πραγματικότητα είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη από μόνη της. Ο C.
Baudelaire έγραψε κάποτε το εξής για την τεχνική στη λογοτεχνία: «Το ωραίο αποτελείται από ένα στοιχείο
αιώνιο, αμετάβλητο, και από ένα στοιχείο περιστασιακό, η εποχή, η μόδα, η
ηθική. Χωρίς το δεύτερο, το πρώτο θα ήταν δύσπεπτο».
Η διαρκώς εξελισσόμενη
τεχνική με την οποία γράφεται και διατυπώνεται η ποίηση -τα χαρακτηριστικά της
οποίας τα προσδίδει η κοινωνία μέσα στην οποία ζει ο ποιητής- υλοποιεί το
αιώνιο χρησιμοποιώντας ως κύριο συστατικό, το σύγχρονο. Αυτή η μεταμόρφωση
είναι απλώς η ίδια η Ζωή της τέχνης. Όπως γράφει ο κ. Γιάννης Ιωαννίδης,
συνθέτης, καθηγητής και μουσικολόγος: «Η
τέχνη είναι ένα επίτευγμα. Η έννοια της ικανότητας εμπεριέχει τόσο τη γνώση και
την δεξιότητα –δηλαδή την τεχνική-- όσο και την δύναμη της φαντασίας, την
επινοητικότητα. Ο βαθμός τελειότητας του επιτεύγματος --του ποιήματος στην
προκειμένη-- είναι ανάλογος προς τον βαθμό ταύτισης της πρόθεσης του συγγραφέα
με το αποτέλεσμα στους αναγνώστες» (Γ. Ιωαννίδης, Για την Τέχνη, Μουσική
Εταιρεία Αθηνών).
Εξ’ ορισμού, η
εκπαίδευση περιέχει μέσα της την παίδευση, τον μόχθο. Συντομεύσεις στον δρόμο
προς την ολοκλήρωση δεν υπάρχουν, είτε ψάχνουμε τον θεό, είτε τον σύντροφο,
είτε τον προσωπικό μας τρόπο να εκφραζόμαστε. Το να συμβιβαστεί κανείς στην
προχειρότητα, να βαφτίσει την μετριότητα ως αξία και να εθελοτυφλεί
χρησιμοποιώντας ως απόδειξη της αξίας του ένα απαίδευτο υποσύνολο της κοινωνίας,
είναι αναίμακτος πόλεμος επί χάρτου, όχι νίκη επί των παθών. Και είναι χρέος
όλων των ανθρώπων (καθώς όλοι οι άνθρωποι νιώθουν, βιώνουν, ανασαίνουν και
πεθαίνουν) να προσφέρουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους στον μεγαλύτερο αυτό
πόλεμο που λέγεται ζωή.
Ίσως, εν τέλει, το
μεγαλύτερο μάθημα της τέχνης να είναι πως, ανεξάρτητα τον μόχθο, ανεξάρτητα την
επιτυχία και τη προβολή, όλοι πεθαίνουν άσημοι. Ο μετα-μετα-μεταμοντερνισμός,
όταν έρθει, θα είναι μια επόμενη ταμπέλα που θα κρεμαστεί ταφόπλακα στις γενιές
μας, προκειμένου να δώσουν οι επόμενοι μια σήμανση σε τάφους δίχως όνομα. Και
θα ‘ναι, λίγο-πολύ, λάθος. Ο πόνος, η ζωή, η αγάπη και ο θάνατος δεν ακούνε σε
κανένα όνομα, όπως κι αν τους καλέσεις. Αντιδρούν μόνο απέναντι σε έργα και σε
πράξεις.
Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
[Πρώτη Δημοσίευση: Περιοδικό Poetix, τ.χ. 9, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2013, σ. 26]