Αντιγόνης Βουτσινά, «Το λάθος Ποίημα»
Λανθάνοντας, κάθε μέρα, προς το καλύτερο[1]
Είναι άραγε ο πόνος, εξιλέωση; Μια κάθαρση, ώς τον συναντά συχνά κανείς στις σοφίες ποικίλων λαών; Ή μήπως, συχνά, λειτουργεί ενδογαμικά, τρώγοντας εκ των έσω τα σωθικά εκείνων των ανθρώπων που καταράστηκαν οι θεοί με συναίσθημα. Ένα σκουλήκι, το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα στα μάτια και στο κόσμο, στρεβλώνοντας κάθε μέρα και γέρνοντάς τη προς την θλίψη.
Ακολουθώντας ένα λεκτικό παιχνίδι που πρωτοξεκίνησε η Κική Δημουλά, η Αντιγόνη παίρνει «το μεγάλο κλαδευτήρι και ξεκινά να κόβει τα λάθη της ζωής της», μέχρι που της μένει μονάχα μια κίτρινη έρημος, κι ένα βιβλίο. Ο σουρεαλισμός μιας αληθινής ποιήτριας «δωματίου», εκ της μουσικής δωματίου και το ύφος αυτής (δηλαδή την αμεσότητα, τα μικρά σύνολα και τη συναισθηματική φόρτιση ως κύριο άξονά της ποίησής της) συναντά εδώ έναν Καρυωτακικό συναισθηματισμό με έντονη τραγικότητα. Σαν μια νέα Πολυδούρη --όχι ως προς την ποιητική αλλά ως προς το φορτίο του πόνου-- η Αντιγόνη Βουτσινά «ζει για να ζήσει. Κι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη, αλλά στην ίδια τη δική της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειό της διέξοδο» (Γιάννης Χατζίνης, Μαρία Πολυδούρη).
Οι επιρροές της Αντιγόνης διαφαίνονται τόσο σε ξεχωριστούς στίχους, όσο και στο συνολικό της ύφος. Η ποιητικές τεχνικές των Κώστα Θ. Ριζάκη (ποίημα «οι αριθμοί»), Κικής Δημουλά (ποίημα όπως «ο κήπος με τα λάθη») και άλλων έχουν δανείσει στοιχεία τους στα έργα της Βουτσινά. Ωστόσο, ο συγκερασμός αυτών από την ίδια, δημιούργησε ένα αυτοτελές έργο με δικό του χαρακτήρα:
Είχε φυτρώσει μες στο σπίτι του
ο κήπος με τα λάθη,
ώσπου μια μέρα,
πήρε το μεγάλο κλαδευτήρι
«δεν πάει άλλο», είπε
και βάλθηκε να κόβει
τ' αγριόχορτα.
Όταν τελείωσε,
γύρισε να κοιτάξει,
μα από παντού
έμπαινε
κίτρινη
η έρημος.
Αντιγόνη Βουτσινά, («ο κήπος με τα λάθη»)
Ένας περίφημος στίχος του Νίτσε επισημαίνει πως «πρέπει να έχει κανείς χάος μέσα του για να μπορέσει να γεννήσει ένα αστέρι»[2]. Το «Λάθος Ποίημα» της Αντιγόνης Βουτσινά είναι ένα τέτοιο γέννημα χάους, μια αντανάκλαση πόνου πάνω στη καθημερινότητα της ζωής. Ένα προσωπικό χάος που παίρνει μορφή και περιεχόμενο, δημιουργώντας κάτι, εξ’ ορισμού «λάθος» αφού, συχνά, οι άνθρωποι καταδικάζουν ως λάθος οτιδήποτε είναι αντίρροπο της χαράς: Είναι λάθος να πονάς τη κάθε μέρα, μ’ ένα πόνο αυτάρκη κάθε ζωής. Είναι λάθος να νιώθεις τύψεις για τη θλίψη που βαραίνει τους ώμους, όσο ακλόνητο κι αν σε κάνει ένα τέτοιο βάρος. Είναι λάθος να «βλέπω εγώ τη πληγή και σεις το ηλιοβασίλεμα» όπως γράφει η Αντιγόνη κι όμως, είναι ένα τέτοιο λάθος που οδηγεί τους ανθρώπους στην ανάταση μέσω της κάθαρσης και στην εκτόνωση, ως το μοναδικό μέσο ικανό να κυοφορήσει τέτοιο πόνο (στο κάτω-κάτω, τι ξέρουν οι άνθρωποι για τον πόνο των διπλανών τους; Δεν πονάει η συμπόνια). Και μόνο από ένα τέτοιο χάος μπορεί κανείς να αντλήσει αρκετή δύναμη για δημιουργία, αφού πρόκειται για εσωτερική ανάγκη του δημιουργού κι όχι για υλιστική προέκταση του εγωισμού του (είτε με τη μορφή εμπορικής επιτυχίας, είτε ως τρόπος δημοσιότητας).
Γι αυτό το λόγο, το «Λάθος Ποίημα» λανθάνει, σε κάθε του ανάγνωση, προς το καλύτερο.
Γι αυτό το λόγο, το «Λάθος Ποίημα» λανθάνει, σε κάθε του ανάγνωση, προς το καλύτερο.
Γιώργος Χ. Στεργιόπουλος
[Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Φρέαρ, τχ. 4, Δεκέμβριος 2013]